Σου ζητώ...













Απ’την ξεκούρδιστη κιθάρα σου, μια χορδή
Κι από τις λέξεις σου, ζητάω μόνο την αφή
Κάνε με το όνειρο, που δεν θα θυμηθείς
Όσες φορές και αν ονειρευτείς...

Στον καφέ σου να ‘μαι τον απογευματινό
Παρέα δίχως λόγια, θέλω μόνο να κοιτώ
Την κάθε σου κίνηση, τις σιωπηλές ματιές
Πόσες κουβέντες, να ‘ξερες, μου λες...

Και να κυλάνε οι στιγμές, απαλά μεσημβρινές...
Και να γυρνάνε οι τροχοί, σιωπηλοί σα στεναγμοί...

Από τις ώρες σου γυρεύω μία μονή
Κι απ’τις κραυγές σου ζητιανεύω την αναπνοή
Να ‘μαι μαξιλάρι και νερό στο φονικό
Στείλε μια νύχτα να ‘ρθω να σε βρω...

2008

Το λάθος

Ας ήτανε να είχα εγώ το λάθος
Να ήτανε οι τύψεις ο δυνάστης
Και όχι μιας φτηνής οφθαλμαπάτης
Ακόμη ένα, εφήμερό μου πάθος.

Μικρός δεν ήθελα απόψε να φανείς
Ας καιγόμουνα για μήνες μοναχή μου
Όπως σ’ ήθελα ας ήταν να σταθείς
Παρά να χάσω την εκτίμησή μου…
Η λύτρωση που δίνεις είναι ελλιπής
Όσα δώριζα, σπατάλη δείχνουν χρόνου
Εγώ αν έσφαλα θα ‘μουν ευτυχής
Που έκλεψα στιγμές απ’ τ’ όνειρό μου…

Ας ήτανε το λάθος, όλο δικό μου
Τις νύχτες να κοιμόμουν μ’ ένα δάκρυ
Αντί τ' όνειρο για μιας στιγμής αγάπη
Να πνίγω μες στον αυτοσαρκασμό μου


2006

Σου το είπα...

Σου το είπα από την αρχή, μα δεν θέλησες να το πιστέψεις.
Πως ο κόσμος δεν είναι εσύ, πως δεν βλέπει ψυχή μου, τί βλέπεις
Σου το είπα από την αρχή, μα δεν θέλησες να με πιστέψεις.

Γι αυτό σ’ αγαπώ, σ’ αγαπάω:
Γιατί ζεις μες στον κόσμο αυτό, μα βουτάς πού και πού στα νερά μου…
Γιατί βλέπεις στη νύχτα μου φως και αστέρια κοιτάς στα ρηχά μου…

Γι αυτό σε γουστάρω, σε πάω :
Γιατί είσαι της πίκρας γνωστός, μα σε πίστες χαράς η καρδιά σου…
Γιατί ζεις κάθε μέρα απλώς, και με νότες μας λες «στην υγειά σου»…

Σου το είπα από την αρχή, το να δείχνεις, άσκοπο αστείο
Πως ο κόσμος θα βλέπει μια γη και μονάχα εσύ το τοπίο
Σου το είπα από την αρχή, το να δείχνεις μοιάζει με αστείο

Νύχτα...

Μέσα στη νύχτα περπατώ
σ' ένα σκοτάδι που βουλιάζει
και η ψυχή κι ο πανικός
είναι σ' αυτό και μου ταιριάζει
μες στα τυφλά να σ' αγαπώ
τυφλή καρδιά μ' έξουσιάζει

Πέντε κουβέντες, προσευχές
και δέκα ξόρκια στις ματιές
είν' αλυσίδες-μαχαιριές
δέσε με και μάτωσέ με...
Είναι τα λόγια χαρακιές
δεν χάνεις λέξη και δεν θες
Δίχως να ξέρεις τις πληγές
γιάτρεψέ με, κέρδισέ με...

Μες το σκοτάδι το πηχτό
είν' ο αγέρας που μιλάει
κρυφό μου αναφυλλητό
που το δαγκώνω μα γυρνάει
είν' το σκοτάδι σου πηχτό
μα η σιωπή σου ζεματάει

2008

Μπορεί...

Με τεντώνεις σα σφεντόνα
και με ρίχνεις στον αιώνα
του με θέλεις, δεν με θέλεις
και τη μέρα μου παιδεύεις
κι έχω χάσει πια το είναι
του τί είμαι, τί δεν είμαι
κι έχω χάσει τη ντροπή...

Έλα πάρε με στα χέρια
δώσε μου κι ένα φιλάκι
για να πάψει το φαρμάκι
που μου τρώει την ψυχή…
Έλα κράτησέ με λίγο
να ανασάνει το κορμί μου
να μπει φως στην φυλακή μου
πριν της δίκης την ποινή…
Τη θανατική ποινή…

Με τεντώνεις και με στέλνεις
και με λύνεις και με δένεις
και δεν ξέρω πια ποιος είμαι
μόνο ψιθυρίζω, "στείλε"
ένα σήμα στην Ιθάκη
μπας και βγάλω καμιάν άκρη.
Κι εσύ λες μόνο: «μπορεί…»

2006

Σ' ένα γέλιο

Και πάλι σ’ ένα γέλιο θα κρυφτώ
Στις ρυτίδες του τη λύπη θα χωρέσω
Και σαν θα βρω αδέσποτο λυγμό
Δυνατά θε να γελάσω και θ’ αντέξω

Θ’ αντέξω και θα τρέξω να σε βρω
στο «εγώ» και στο «εσύ» που όλο τρίζει
Παράθυρο παλιό μισάνοιχτο
στην καρδιά η αντοχή που δεν ελπίζει.
Και ήσυχα πολύ θα καρτερώ
το σαράκι του «εγώ» να ψιθυρίσει
Μπαλάντα σ’ ένα ραδιόφωνο
που το φως του έχει χρόνια τώρα σβήσει.

Και πάλι ένα κόκκινο θα βρω
Που σαν ρούχο θα το βάλω να σ' αρέσω
Και αν το αίμα τρέξει πιο πηχτό
Στην καρδιά θε να γελάσω μα θ' αντέξω


Δες το άτι του βυθού

Μόνο για τα κύματα μπορώ να πω
για το μπλε εκείνο, της θαλάσσης,
για την αυγινή δροσιά του πρωινού
μες το χάραμα της πλάσης…


…δες το άτι του αφρού
τα ηνία είν’ η καρδιά του
υδατογραφία η ματιά του
μια ακουαρέλα πρωινού
είναι η ανασαιμιά του…


Μόνο για τα κύματα μπορώ να πω
για το σκούρο χρώμα τ’ ουρανού τους
για την άσπρη άμμο πάνω που πατούν
και το θόλωμα του νου τους…


…δες το άτι του βυθού
άρμα σέρνει απ’ τα μαλλιά του
άσπρο έχει για κληρονομιά του
κάτω απ’ του διάφανου νερού
τα σκοτάδια, η χαρά του…


Μόνο για τα κύματα μπορώ να πω…

2006

Αντάμωση στον κήπο της Γεθσημανή














Ταξίδεψαν οι εποχές και ‘φυγαν χρόνια
σε ακρογιάλια ξενικά
Απόκρημνες είδαν ακτές, λευκά σεντόνια
και μαϊστράλια φονικά
Αφού κατάπιαν αντοχές, μας ‘φεραν δώρο:
το κύμα φάσκιωσαν σφιχτά
Πνιγμένες πια οι ενοχές στο Κάβο Ντόρο
ανάστασης ζητούν φιλιά…

Άσπρα κοχύλια θα σου στρώσω για χαλί
από το σπίτι μου ως τη Γεσθημανή
αν κάποτε σε όνειρο ξανά ανταμωθούμε
Άσπρα κοχύλια και κουρτίνες θαλασσιές
όλου του κόσμου ενωμένες τις ακτές
αν κάποτε σε όνειρο ξανά σαν τότε δούμε,
φωτιά να παίρνει το φιλί…
-Αντάμωση στον κήπο της Γεθσημανή-

Ταξίδεψαν οι εποχές και ‘φυγαν χρόνια
στων Τροπικών τ’ άγια νερά
Με δίχως ρούμι ενοχές, χωρίς καδρόνια
‘πλευσαν σε ρεύματα ψυχρά
Με γλάρους ‘μοιαζαν οι χαρές και χελιδόνια
που δείχνουνε τη συννεφιά
Καρδιές π’ αγάπησαν καρδιές, γυρνούν αιώνια
σε ίδιας θέρμης αγκαλιά…

Άσπρα κοχύλια θα σου στρώσω για χαλί...
αντάμωση, στον κήπο της Γεθσημανή...

2006



Καφεκούτι



Στη Σόλωνος,
ένα παράθυρο και μία πόρτα
«ΚΑΦΕΚΟΥΤΙ» το bar, χωρίς ιδρώτα
σε ήχο-στρόβιλο γυρνά μια νότα•
στη σκέψη που εσένα μου ζητά…


Στη Σόλωνος, σ’ ένα bar πολύ μικρό
Jazz ήχος, μια φίλη και ποτό πικρό...
Στον τοίχο χορεύουν το tango σφιχτά
φιγούρες με σώματα από μπογιά...
Τα γέλια, δραπέτες, γλιστράνε πνιχτά
υγραίνουν την πέτρα στο δάκρυ του «γεια!»


Στη Σόλωνος,
ένα μπαράκι με τραπέζια τρία
απ’ έξω η βραδιά να είναι κρύα
και μέσα να γρυλίζουν τα θηρία•
με ρίγη το κορμί ξανά λυγά…

23/05/07

Μια γυναίκα



Από της Άρτεμις, διαλέγω, το θηκάρι
Λευκόχρυσου, δυο βέλη μαγεμένα
Βελόνες γίνονται, στα δυο μου χέρια
Διάφανο, λευκό, ζωνάρι,
Υφαίνω, Σελήνης να 'χει χάρη...

Τα μάτια μου, με γόρδιο δεσμό, να δέσω
Τα δυο μου χέρια, φέρνω προς τα σένα
Αράχνης νήμα, ψαύω μια σου έγνοια
Διάφανο, λευκό, να στέψω,
Όσα δεν κοιτάζω, να πιστέψω...

Άρτεμις, Αράχνη, Αριάδνη
Γίνομαι, ζητώντας την Αγάπη.
Άτροπος, τα μάτια σαν θα δέσω,
Τα χέρια σου, ζητώντας για να πέσω.
Άρτεμις, Αράχνη, Αριάδνη,
Μια γυναίκα, κι άλλη, κι άλλη, κι άλλη...

Είναι αστείο


Είναι αστείο, τόσο αστείο
να ζητάς απ’ το γυαλί σου
να σπάσει πάνω στο κορμί σου
χίλια τρίγωνα να φτιάξει
θραύσματα κατοπτρικά

Είναι αστείο τόσο αστείο
να κοιτάς γυαλιά σπασμένα
καρφωμένα ανεστραμμένα
στη ματιά σου να συνθέτουν
θραύσματα ενοχικά

Είναι αστείο, τόσο αστείο
η σπασμένη σου εικόνα
να αιωρείται στον αιώνα
για να βλέπει στο φορείο
θραύσματα από γυαλιά

είναι αστείο, τόσο αστείο…

07/10/06

Ψιτ, Όμορφη…


Κοχύλια στα μαλλιά
Φοράς για τα πολλά
Φυσήματα τ’ ανέμου…
Ο ήχος τους βαθύς
Φωνές της προτροπής
Αγγίγματα αγγέλου…

Ψιτ, όμορφη;
Θαλασσοστολισμένη...

Του Πόθου το νησί
Έχεις για σπίτι σου εσύ
Φιλήματα γλυκά
Θυμίζουν γάργαρα νερά

Ψιτ, όμορφη;
Θαλασσοστολισμένη…

Αστέρια ντροπαλά
Φοράς απ’ τα παλιά
Που πέσαν να πεθάνουν…
Και βρέθηκαν σ’ αυτή
Τη δύσκολη στιγμή
Τον κόσμο να τρελάνουν…




02/08/06

Στα κρυφά ακρογιάλια

Στην καρδιά σου το ξέρεις,
πως του κόσμου η ζήλια
είν’ αλάτι στα χείλια,
σ’ ανοιχτή πάνω πληγή.
Οι στιγμές μας οι λίγες,
μοιάζουν να ‘ναι η μέρα
που ξεφεύγει του χρόνου,
σα νερό μες στα χέρια.

Η καρδιά μας το ξέρει,
στα κρυφά ακρογιάλια
μαρτυρούν μαϊστράλια,
όσα το στόμα δεν πει.
Πάντα η ζήλια σκοτώνει,
η χαρά τη λερώνει
γι αυτό λέμε πως πρέπει
η στιγμή να κρυφτεί.

Φυσικά και ζηλεύουν,
που δεν είμαστε χώρια
και πικρή στεναχώρια,
σαν μας βλέπουν κοντά.
Πάντα θα ‘χει ο κόσμος,
στην καρδιά μοιρολόγια
μα εμένα μου φτάνουν,
όσα νιώθω απλά.

Το παιδί της Άμμου…

Από τη θάλασσα μία αυγούλα βγήκε
κι έψαξε να βρει σαν όλους μία μάνα.
Σαν το χρώμα, ίδιο στο δικό του είδε,
απ’ την Άμμο ζήτησε το πρώτο γάλα.

Και περπάτησε κοντά της μήνες-χρόνια,
μέρες χαλκευτές στο φυσικό λιοπύρι
και νυχτιές που πάγωναν τα χνώτα,
πάνω στα μικρά του μπλαβιασμένα χείλη…

Έγινε στις φτέρνες του, σκληρό το δέρμα
και τα μάτια του στεγνώσαν απ’ τη ρότα.
Απά στα χείλη του στεγνό ‘χε αίμα,
ξέπλεκα μαλλιά, στους ώμους που χυνόταν.


Κάποτε αντίκρισε ένα Βουνό μπροστά του
κι όπως το ‘δε, απ’ την Άμμο π’ ορθωνόταν,
«Αδερφέ!» του φώναξε, κι έτρεξε κοντά του…
Στην αγκάλη του, χρονιές περιπλανιόταν.

Έφθασε στην κορυφή του μία νύχτα
κι είδε που τ’ αστέρια είχανε γιορτάσι.
«Πάρε μ' ουρανέ μου» είπε όλο γλύκα
«πάρε με Πατέρα, κάνε με μια Λάμψη»

Γύρισε τις απαλάμες κι άνοιξε τα χέρια
το κορμί του άφησε, πιο πέρα να πετάξει.
Κι οι γραμμές του, σβήστηκαν αιθέρια…
νέα Αρχή, το Τίποτα, του είχε ράψει.

Δυο νύχτες



Η λύρα να ηχεί, μαζί με το ταμπούρλο
είν’ η αγάπη που ‘χω, με πίνει σα κρασί

Τη μέρα με πονά, τη νύχτα με ταράζει
φωτιά που δεν δικάζει, χτυπά μα δεν λυγά

Δυο ξένοι στο χορό, με θέλεις σα γοργόνα,
σκαλίζεις την κοτρώνα, το όνειρο θολό

Στον ήχο σου σκιρτεί, καρδιά που με σκοτώνει,
το ψέμα με λερώνει, αγνή η μουσική

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η λύρα να ηχεί, μαζί με το ταμπούρλο
φωτιά, φωτιά ‘ναι που ‘χω, με πίν’ η μουσική

Το τέλος μας αυτό, δυο νύχτες σου χαρίζω,
ορίζεις δεν ορίζω, κι αν φεύγω σ’ αγαπώ

Η πάλη στην καρδιά, που ‘ξερες και ζητούσες,
ν’ αφήνεις αψηφούσες, σκληρή κρατάς ματιά

Τα βλέφαρα φιλώ, το δάκρυ που λυγάει
Αγάπη είναι, νικάει, σε διώχνω, σ’ αγαπώ.