Το παιδί της Άμμου…

Από τη θάλασσα μία αυγούλα βγήκε
κι έψαξε να βρει σαν όλους μία μάνα.
Σαν το χρώμα, ίδιο στο δικό του είδε,
απ’ την Άμμο ζήτησε το πρώτο γάλα.

Και περπάτησε κοντά της μήνες-χρόνια,
μέρες χαλκευτές στο φυσικό λιοπύρι
και νυχτιές που πάγωναν τα χνώτα,
πάνω στα μικρά του μπλαβιασμένα χείλη…

Έγινε στις φτέρνες του, σκληρό το δέρμα
και τα μάτια του στεγνώσαν απ’ τη ρότα.
Απά στα χείλη του στεγνό ‘χε αίμα,
ξέπλεκα μαλλιά, στους ώμους που χυνόταν.


Κάποτε αντίκρισε ένα Βουνό μπροστά του
κι όπως το ‘δε, απ’ την Άμμο π’ ορθωνόταν,
«Αδερφέ!» του φώναξε, κι έτρεξε κοντά του…
Στην αγκάλη του, χρονιές περιπλανιόταν.

Έφθασε στην κορυφή του μία νύχτα
κι είδε που τ’ αστέρια είχανε γιορτάσι.
«Πάρε μ' ουρανέ μου» είπε όλο γλύκα
«πάρε με Πατέρα, κάνε με μια Λάμψη»

Γύρισε τις απαλάμες κι άνοιξε τα χέρια
το κορμί του άφησε, πιο πέρα να πετάξει.
Κι οι γραμμές του, σβήστηκαν αιθέρια…
νέα Αρχή, το Τίποτα, του είχε ράψει.

1 σχόλιο:

JENY... αστεροτρόπιο είπε...

Θα σου αφήσω μια χούφτα άμμου να κυλά απ' τα δάχτυλά σου και την αγάπη μου.