Καφεκούτι



Στη Σόλωνος,
ένα παράθυρο και μία πόρτα
«ΚΑΦΕΚΟΥΤΙ» το bar, χωρίς ιδρώτα
σε ήχο-στρόβιλο γυρνά μια νότα•
στη σκέψη που εσένα μου ζητά…


Στη Σόλωνος, σ’ ένα bar πολύ μικρό
Jazz ήχος, μια φίλη και ποτό πικρό...
Στον τοίχο χορεύουν το tango σφιχτά
φιγούρες με σώματα από μπογιά...
Τα γέλια, δραπέτες, γλιστράνε πνιχτά
υγραίνουν την πέτρα στο δάκρυ του «γεια!»


Στη Σόλωνος,
ένα μπαράκι με τραπέζια τρία
απ’ έξω η βραδιά να είναι κρύα
και μέσα να γρυλίζουν τα θηρία•
με ρίγη το κορμί ξανά λυγά…

23/05/07

Μια γυναίκα



Από της Άρτεμις, διαλέγω, το θηκάρι
Λευκόχρυσου, δυο βέλη μαγεμένα
Βελόνες γίνονται, στα δυο μου χέρια
Διάφανο, λευκό, ζωνάρι,
Υφαίνω, Σελήνης να 'χει χάρη...

Τα μάτια μου, με γόρδιο δεσμό, να δέσω
Τα δυο μου χέρια, φέρνω προς τα σένα
Αράχνης νήμα, ψαύω μια σου έγνοια
Διάφανο, λευκό, να στέψω,
Όσα δεν κοιτάζω, να πιστέψω...

Άρτεμις, Αράχνη, Αριάδνη
Γίνομαι, ζητώντας την Αγάπη.
Άτροπος, τα μάτια σαν θα δέσω,
Τα χέρια σου, ζητώντας για να πέσω.
Άρτεμις, Αράχνη, Αριάδνη,
Μια γυναίκα, κι άλλη, κι άλλη, κι άλλη...

Είναι αστείο


Είναι αστείο, τόσο αστείο
να ζητάς απ’ το γυαλί σου
να σπάσει πάνω στο κορμί σου
χίλια τρίγωνα να φτιάξει
θραύσματα κατοπτρικά

Είναι αστείο τόσο αστείο
να κοιτάς γυαλιά σπασμένα
καρφωμένα ανεστραμμένα
στη ματιά σου να συνθέτουν
θραύσματα ενοχικά

Είναι αστείο, τόσο αστείο
η σπασμένη σου εικόνα
να αιωρείται στον αιώνα
για να βλέπει στο φορείο
θραύσματα από γυαλιά

είναι αστείο, τόσο αστείο…

07/10/06

Ψιτ, Όμορφη…


Κοχύλια στα μαλλιά
Φοράς για τα πολλά
Φυσήματα τ’ ανέμου…
Ο ήχος τους βαθύς
Φωνές της προτροπής
Αγγίγματα αγγέλου…

Ψιτ, όμορφη;
Θαλασσοστολισμένη...

Του Πόθου το νησί
Έχεις για σπίτι σου εσύ
Φιλήματα γλυκά
Θυμίζουν γάργαρα νερά

Ψιτ, όμορφη;
Θαλασσοστολισμένη…

Αστέρια ντροπαλά
Φοράς απ’ τα παλιά
Που πέσαν να πεθάνουν…
Και βρέθηκαν σ’ αυτή
Τη δύσκολη στιγμή
Τον κόσμο να τρελάνουν…




02/08/06

Στα κρυφά ακρογιάλια

Στην καρδιά σου το ξέρεις,
πως του κόσμου η ζήλια
είν’ αλάτι στα χείλια,
σ’ ανοιχτή πάνω πληγή.
Οι στιγμές μας οι λίγες,
μοιάζουν να ‘ναι η μέρα
που ξεφεύγει του χρόνου,
σα νερό μες στα χέρια.

Η καρδιά μας το ξέρει,
στα κρυφά ακρογιάλια
μαρτυρούν μαϊστράλια,
όσα το στόμα δεν πει.
Πάντα η ζήλια σκοτώνει,
η χαρά τη λερώνει
γι αυτό λέμε πως πρέπει
η στιγμή να κρυφτεί.

Φυσικά και ζηλεύουν,
που δεν είμαστε χώρια
και πικρή στεναχώρια,
σαν μας βλέπουν κοντά.
Πάντα θα ‘χει ο κόσμος,
στην καρδιά μοιρολόγια
μα εμένα μου φτάνουν,
όσα νιώθω απλά.

Το παιδί της Άμμου…

Από τη θάλασσα μία αυγούλα βγήκε
κι έψαξε να βρει σαν όλους μία μάνα.
Σαν το χρώμα, ίδιο στο δικό του είδε,
απ’ την Άμμο ζήτησε το πρώτο γάλα.

Και περπάτησε κοντά της μήνες-χρόνια,
μέρες χαλκευτές στο φυσικό λιοπύρι
και νυχτιές που πάγωναν τα χνώτα,
πάνω στα μικρά του μπλαβιασμένα χείλη…

Έγινε στις φτέρνες του, σκληρό το δέρμα
και τα μάτια του στεγνώσαν απ’ τη ρότα.
Απά στα χείλη του στεγνό ‘χε αίμα,
ξέπλεκα μαλλιά, στους ώμους που χυνόταν.


Κάποτε αντίκρισε ένα Βουνό μπροστά του
κι όπως το ‘δε, απ’ την Άμμο π’ ορθωνόταν,
«Αδερφέ!» του φώναξε, κι έτρεξε κοντά του…
Στην αγκάλη του, χρονιές περιπλανιόταν.

Έφθασε στην κορυφή του μία νύχτα
κι είδε που τ’ αστέρια είχανε γιορτάσι.
«Πάρε μ' ουρανέ μου» είπε όλο γλύκα
«πάρε με Πατέρα, κάνε με μια Λάμψη»

Γύρισε τις απαλάμες κι άνοιξε τα χέρια
το κορμί του άφησε, πιο πέρα να πετάξει.
Κι οι γραμμές του, σβήστηκαν αιθέρια…
νέα Αρχή, το Τίποτα, του είχε ράψει.