Τα λόγια γίνονται φορές, κλωστές


«Ήταν μια φορά κι έναν καιρό,
μία φορά μ’ έναν καιρό,
αλλά άλλαξε απότομα η φορά
και γύρισε ο καιρός,
κι έγινε ένας καιρός, μία φορά...»




















Στάλαξε του σούρουπου το γκρι
μέσα στο μπλε μου το βαθύ
κι ασήμισε θαρρείς, λευκό ποτήρι…
Ύστερα του πήρα την κλωστή
όση ζητούσε να κοπεί
την στήριξα καλά, στα δυο μου χείλη…

Τα λόγια γίνονται φορές, κλωστές
στα δόντια κόβονται,
τα χείλη σου ματώνουν
Γι αυτό σου λέω, νιώσε τις σιωπές
που αίμα γεύονται
και ύστερα στεγνώνουν

Έψαχνε το βλέμμα του να βρει
μία βελόνα στο χαλί
και σκόρπιζε τις λέξεις σαν βιβλίο…
Άκουσε μονάχα την κραυγή
που ‘χει ποτήρι πριν σπαστεί
και γύρισε να δει το γκρι τοπίο…

Τα λόγια γίνονται φορές, κλωστές
το στόμα ράβουνε
για να μην θανατώσει
Γι αυτό σου λέω σπάσε τις σιωπές
φιλί να στάξουνε
να δούμε αν λυτρώσει

στον Σ.Π. και σε ό,τι μας "γλυκαίνει" την καρδιά...

Σύνδρομο νυχτερινό


Πάντα τις νύχτες συντροφιά μου είσαι
είσαι μαζί μου, ξανά, πουθενά
Κάνεις τσιγάρο την καρδιά μου κ’ είναι
μία ανάληψη στην καταχνιά

Λέει το ράδιο «η ώρα τρεις»
κι εγώ, ακούω «τώρα κανείς»
κανείς απ’ τους δυο μας εδώ
σύνδρομο μοιάζει, νυχτερινό.
Να ‘μαι ο ήχος και η κραυγή
μίας σιωπής που αιμορραγεί
καθώς ξυπνά με πυρετό
για να φιλήσει τον πανικό

Βάζω στο ράδιο τραγούδια πόνου
να ‘ναι η θλίψη διπλή μαχαιριά
όταν γυρίζω σε ταινίες τρόμου
μες στου μυαλού τη φριχτή ερημιά

Νυχτοπούλι


Είδαν τ’ αρχικά του
είδαν τη στητή, κορμοστασιά του
είδαν την φωτιά, την πυρκαγιά του
είπαν ‘φταιξαν τα λευκά φτερά του…

Τρύπησε το βόλι
μέσα την μικρή-μικρή καρδιά του
ύστερα το θυμηθήκαν όλοι
είχε όμως βγάλει τα φτερά του.
Λήθη η φυγή του
έτσι είπανε, τη φύλακή του
άρνηση βαπτίσαν την πληγή του
και μαχαίρι, την αχνή φωνή του.

Τέρμα η νυχτιά του
τέρμα η φωλιά κι η φυλλωσιά του
τέρμα το νυχτέρι, η αρματωσιά του
τέρμα τα ολόγλυκα φιλιά του…