Σου το είπα...

Σου το είπα από την αρχή, μα δεν θέλησες να το πιστέψεις.
Πως ο κόσμος δεν είναι εσύ, πως δεν βλέπει ψυχή μου, τί βλέπεις
Σου το είπα από την αρχή, μα δεν θέλησες να με πιστέψεις.

Γι αυτό σ’ αγαπώ, σ’ αγαπάω:
Γιατί ζεις μες στον κόσμο αυτό, μα βουτάς πού και πού στα νερά μου…
Γιατί βλέπεις στη νύχτα μου φως και αστέρια κοιτάς στα ρηχά μου…

Γι αυτό σε γουστάρω, σε πάω :
Γιατί είσαι της πίκρας γνωστός, μα σε πίστες χαράς η καρδιά σου…
Γιατί ζεις κάθε μέρα απλώς, και με νότες μας λες «στην υγειά σου»…

Σου το είπα από την αρχή, το να δείχνεις, άσκοπο αστείο
Πως ο κόσμος θα βλέπει μια γη και μονάχα εσύ το τοπίο
Σου το είπα από την αρχή, το να δείχνεις μοιάζει με αστείο

Νύχτα...

Μέσα στη νύχτα περπατώ
σ' ένα σκοτάδι που βουλιάζει
και η ψυχή κι ο πανικός
είναι σ' αυτό και μου ταιριάζει
μες στα τυφλά να σ' αγαπώ
τυφλή καρδιά μ' έξουσιάζει

Πέντε κουβέντες, προσευχές
και δέκα ξόρκια στις ματιές
είν' αλυσίδες-μαχαιριές
δέσε με και μάτωσέ με...
Είναι τα λόγια χαρακιές
δεν χάνεις λέξη και δεν θες
Δίχως να ξέρεις τις πληγές
γιάτρεψέ με, κέρδισέ με...

Μες το σκοτάδι το πηχτό
είν' ο αγέρας που μιλάει
κρυφό μου αναφυλλητό
που το δαγκώνω μα γυρνάει
είν' το σκοτάδι σου πηχτό
μα η σιωπή σου ζεματάει

2008

Μπορεί...

Με τεντώνεις σα σφεντόνα
και με ρίχνεις στον αιώνα
του με θέλεις, δεν με θέλεις
και τη μέρα μου παιδεύεις
κι έχω χάσει πια το είναι
του τί είμαι, τί δεν είμαι
κι έχω χάσει τη ντροπή...

Έλα πάρε με στα χέρια
δώσε μου κι ένα φιλάκι
για να πάψει το φαρμάκι
που μου τρώει την ψυχή…
Έλα κράτησέ με λίγο
να ανασάνει το κορμί μου
να μπει φως στην φυλακή μου
πριν της δίκης την ποινή…
Τη θανατική ποινή…

Με τεντώνεις και με στέλνεις
και με λύνεις και με δένεις
και δεν ξέρω πια ποιος είμαι
μόνο ψιθυρίζω, "στείλε"
ένα σήμα στην Ιθάκη
μπας και βγάλω καμιάν άκρη.
Κι εσύ λες μόνο: «μπορεί…»

2006

Σ' ένα γέλιο

Και πάλι σ’ ένα γέλιο θα κρυφτώ
Στις ρυτίδες του τη λύπη θα χωρέσω
Και σαν θα βρω αδέσποτο λυγμό
Δυνατά θε να γελάσω και θ’ αντέξω

Θ’ αντέξω και θα τρέξω να σε βρω
στο «εγώ» και στο «εσύ» που όλο τρίζει
Παράθυρο παλιό μισάνοιχτο
στην καρδιά η αντοχή που δεν ελπίζει.
Και ήσυχα πολύ θα καρτερώ
το σαράκι του «εγώ» να ψιθυρίσει
Μπαλάντα σ’ ένα ραδιόφωνο
που το φως του έχει χρόνια τώρα σβήσει.

Και πάλι ένα κόκκινο θα βρω
Που σαν ρούχο θα το βάλω να σ' αρέσω
Και αν το αίμα τρέξει πιο πηχτό
Στην καρδιά θε να γελάσω μα θ' αντέξω